Ο πρόεδρος της Τουρκίας, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, φαίνεται να διανύει την πιο κρίσιμη περίοδο της πολιτικής του σταδιοδρομίας, καθώς επιχειρεί μια ριζική επαναπροσέγγιση με την κουρδική μειονότητα της χώρας. Μετά από δεκαετίες αιματηρών συγκρούσεων και αποτυχημένων ειρηνευτικών πρωτοβουλιών, επιδιώκει τώρα να αλλάξει το πολιτικό τοπίο, επαναφέροντας τον φυλακισμένο ηγέτη του PKK, Αμπντουλάχ Οτσαλάν, στο προσκήνιο.
Από ήττα σε ρήξεις
Μετά τις ιστορικές ήττες στις δημοτικές εκλογές του 2024, ακόμη και στα παραδοσιακά προπύργια του, ο Ερντογάν κινήθηκε προς μια αυταρχική κατεύθυνση: φυλάκισε τον δημοφιλή δήμαρχο Κωνσταντινούπολης, Εκρέμ Ιμάμογλου, και ξεκίνησε μαζικές διώξεις κατά στελεχών της αντιπολίτευσης. Ωστόσο, η αποδυνάμωση της πολιτικής του βάσης τον ωθεί τώρα σε έναν ριψοκίνδυνο υπολογισμό: να εξασφαλίσει τη στήριξη των Κούρδων, που αποτελούν περίπου το 20% του πληθυσμού της χώρας.
Συμφιλίωση με το PKK: Ανάγκη ή τακτική;
Σε μία κίνηση που ξάφνιασε ακόμη και τους πιο στενούς του συμμάχους, ο Ερντογάν άνοιξε διάλογο με την κουρδική πλευρά. Σημαντική καμπή ήταν η δημόσια δήλωση του Οτσαλάν, όπου ανακοίνωσε το τέλος του ένοπλου αγώνα και την πρόθεση του PKK να περάσει σε δημοκρατική πολιτική δράση. Ο ίδιος δήλωσε: «Η ύπαρξή μας αναγνωρίστηκε, οπότε ο στόχος επιτεύχθηκε. Τώρα ήρθε η ώρα για πολιτική και όχι για όπλα».
Η απομόνωση και το μήνυμα του Ιμραλί
Ο Οτσαλάν, κρατούμενος στο αυστηρά φρουρούμενο νησί Ιμραλί από το 1999, ήταν κάποτε ο μοναδικός κρατούμενος της φυλακής. Το PKK, το οποίο πολλοί Τούρκοι θεωρούν ακόμη τρομοκρατική οργάνωση, αναγνωρίζει τον Ερντογάν ως τη μόνη πολιτική δύναμη που μπορεί να διαχειριστεί την ιστορική αυτή μετάβαση. Παρ’ όλα αυτά, οι αντιδράσεις εντός της Τουρκίας παραμένουν έντονες.
Αντιδράσεις και επιφυλάξεις
Ο Ντεβλέτ Μπαχτσελί, υπερεθνικιστής σύμμαχος του Ερντογάν, είχε κάποτε ζητήσει την εκτέλεση του Οτσαλάν, όμως πρόσφατα άφησε ανοιχτό το ενδεχόμενο αποφυλάκισής του, αν αποκηρύξει επίσημα τη βία. Η απόφαση αυτή προκάλεσε σοκ στην τουρκική πολιτική σκηνή και θυμίζει, όπως αναφέρει το Politico, «αν ο Νετανιάχου ζητούσε συμφιλίωση με τη Χαμάς».
Ταυτόχρονα, πολλοί Κούρδοι βλέπουν με καχυποψία την κίνηση αυτή, αμφισβητώντας τις προθέσεις της τουρκικής κυβέρνησης. Ο ακτιβιστής Νουρκάν Μπαϊσάλ σημειώνει: «Αν πρόκειται για ειρήνη, τότε πρέπει να περιλαμβάνει και πολιτιστικά και διοικητικά δικαιώματα. Όχι μόνο τον αφοπλισμό».
Ειρήνη ή πολιτική επιβίωση;
Η υποψία ότι ο Ερντογάν επιδιώκει τη συμφιλίωση για να παρατείνει την προεδρική του θητεία πλανάται σε κάθε πολιτική ανάλυση. Έχει ήδη εξαντλήσει τρεις θητείες και χρειάζεται νέα πλειοψηφία για να αλλάξει το Σύνταγμα. Η στήριξη των Κούρδων βουλευτών ίσως είναι το κλειδί.
Ο κυβερνητικός αξιωματούχος Χαρούν Αρμαγκάν παραδέχεται ότι η κοινωνία παραμένει επιφυλακτική, αλλά επιμένει πως μόνο ο Ερντογάν μπορεί να πετύχει μια τέτοια συμφωνία. «Πριν από 10 χρόνια χάθηκε η ευκαιρία, τώρα δεν πρέπει να γίνει το ίδιο λάθος», σημειώνει.
Ποιο είναι το πραγματικό ζητούμενο;
Αναλυτές όπως ο Σονέρ Καγακαπτάι πιστεύουν ότι όλα στοχεύουν στην παραμονή του Ερντογάν στην εξουσία, ενώ άλλοι, όπως ο Μπαϊσάλ, υπενθυμίζουν πως η επιτυχία της πρωτοβουλίας δεν εξαρτάται μόνο από τον πρόεδρο: «Η πραγματική ερώτηση είναι: το θέλουν οι Κούρδοι;»