Η κατάσταση στη Ανατολική Μεσόγειο έχει εκτραχυνθεί. Η Τουρκία συνεχίζει στην οδό της πλήρους αποστασιοποίησης από το διεθνές δίκαιο, δηλώνοντας σε κάθε κάθε ευκαιρία ότι για τον τουρκικό λαό το ζήτημα συνιστά “εθνικό θέμα”, από το οποίο δεν έχει περιθώριο να υποχωρήσει. Παράλληλα, επιχειρεί με “ανατολίτικες” μεθόδους να δημιουργήσει εντυπώσεις ότι βρίσκεται σε εξέλιξη διαδικασία αποκατάστασης των σχέσεων της με την Αίγυπτο και το Ισραήλ.
Τις εντυπώσεις καλλιέργησαν επίμονα με δηλώσεις τους Τούρκοι αξιωματούχοι, όπως ο Τσαβούσογλου και ο Ακάρ. Η πραγματικότητα συμπυκνώνεται σε δυο παραμέτρους. Η πρώτη είναι ότι η Τουρκία βρίσκεται μακριά από το να επανενταχθεί ενεργά στη γεωπολιτική εξίσωση της περιοχής. Κι αυτό, επειδή η Άγκυρα δεν αποδέχεται του κανόνες του διεθνούς δικαίου.
Η δεύτερη παράμετρος είναι ότι οι σημαντικές χώρες της περιοχής αντιλαμβάνονται ότι οποιαδήποτε διαρρύθμιση χωρίς την Τουρκία θα είναι προβληματική, υπό την έννοια ότι θα απαιτεί διαρκώς στρατιωτική περιφρούρηση. Αυτό, παρότι έχουν τη συλλογική στρατιωτική ικανότητα, είναι ένα μη επιθυμητό σενάριο. Η μετωπική αντιπαράθεση θα δημιουργούσε προηγούμενο που σε κάποια μελλοντική συγκυρία με λιγότερο ευνοϊκές συνθήκες θα μπορούσε να προκαλέσει ανεπιθύμητα προβλήματα. Έτσι οδηγούμαστε σε μία ασταθή ισορροπία.
Το πραγματικό πρόβλημα για την Αθήνα είναι να κινηθεί λαμβάνοντας υπόψη της αυτή την αντίφαση, ώστε να μην στραφεί εναντίον των ελληνικών συμφερόντων. Οι Τούρκοι βραχυκυκλώνουν την κατάσταση, διότι επιδιώκουν τη διαμόρφωση μιας νέας αρχιτεκτονικής ασφαλείας στην Ανατολική Μεσόγειο, που θα τους επιτρέψει την αξιοποίηση ενεργειακών αποθεμάτων, που σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο ανήκουν σε Ελλάδα και Κυπριακή Δημοκρατία.
Ο παράγοντας που προβληματίζει σοβαρά τους Τούρκους είναι η διαφαινόμενη πιο ενεργός σε σχέση με το παρελθόν αμερικανική παρέμβαση στην περιοχή. Η πίεση που τους ασκεί η Ουάσινγκτον είναι πλέον ασφυκτική και εστιασμένη στην αχίλλειο πτέρνα τους, στην οικονομία. Η υπόθεση της Halkbank, μέσω της οποία οι Ιρανοί παρέκαμπταν με τουρκική συνδρομή το εμπάργκο των ΗΠΑ, είναι δυνητικά καταστρεπτική, λόγω της προοπτικής επιβολής γιγαντιαίου προστίμου (πολλών δισ. δολαρίων) από τις αμερικανικές αρχές.
Το ρήγμα στις αμερικανοτουρκικές σχέσεις είναι πλέον στο όριο να θεωρηθεί μη γεφυρώσιμο. Η οριστική ρήξη μπορεί να σηματοδοτήσει κλιμάκωση των ενεργειών της Ουάσινγκτον με σκοπό την ακύρωση στην πράξη τουρκικών τετελεσμένων. Το ζήτημα είναι ότι για να υπάρξει οριοθέτηση των ΑΟΖ στην Ανατολική Μεσόγειο πρέπει να υπάρξει συμφωνία όλων των εμπλεκομένων.
Από την άλλη, ωστόσο, η διεθνής κοινότητα δεν είναι λογικό να συνεχίσει να αποδέχεται τον “τσαμπουκά” της Τουρκίας, ειδικά όταν το κλίμα στις ΗΠΑ είναι σαφώς αρνητικό για την Άγκυρα. Προς το παρόν, όμως, δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι μπορεί να παρασχεθούν εγγυήσεις ασφαλείας για την αξιοποίηση κοιτασμάτων στην κυπριακή ΑΟΖ, στα νότια της Μεγαλονήσου. Ειδικά όταν λόγω της πανδημίας οι τιμές του πετρελαίου και φυσικού αερίου έχουν πέσει πολύ.
Οι μόνες δυνάμεις που θα μπορούσαν να αναχαιτίσουν την Τουρκία είναι οι ΗΠΑ και η Γαλλία. Ούτε το Ισραήλ ούτε η Αίγυπτος είναι σ’ αυτή τη φάση διατεθειμένοι να δεσμευτούν κατά τρόπο που θα μπορούσε να οδηγήσει σε στρατιωτική εμπλοκή τους. Έτσι, προς το παρόν τουλάχιστον, ο Ερντογάν έχει το περιθώριο να κάνει αυτά που κάνει στην Ανατολική Μεσόγειο, χωρίς να έρχεται αντιμέτωπος με σοβαρά εμπόδια.
Φαίνεται πως η Ουάσιγκτον “αγοράζει” χρόνο, ποντάροντας στην απομάκρυνση του Ερντογάν από την εξουσία. Δεν την ενδιαφέρει βέβαια που η κεμαλική αξιωματική αντιπολίτευση υπερθεματίζει με τρόπο σχεδόν γελοίο στον τουρκικό επεκτατισμό. Ο Κιλιτσντάρογλου προσφάτως ζήτησε την απομάκρυνση Ερντογάν για να φέρει ο ίδιος τα κοιτάσματα της Ανατολικής Μεσογείου στην Τουρκία!
Παρότι πρόκειται για πολιτικές πομφόλυγες, ο τρόπος που έχει “μπολιαστεί” η τουρκική κοινωνία με επεκτατικές προσδοκίες δεν αφήνει περιθώρια επίλυσης του προβλήματος δια του διεθνούς δικαίου. Ως συνήθως, εάν υπάρξει συμβιβασμός θα γεννηθεί μέσα από παρασκηνιακές διαβουλεύσεις, στις οποίες θα καθοριστεί βαρύ τίμημα σε βάρος της Ελλάδας, κυρίως στην περιοχή του Καστελλορίζου κι όχι μόνο…
Όταν η Ελλάδα έχει αποδεχθεί μια “έκπτωση” της τάξεως του 17% επί της πλήρους επήρειας της Κρήτης (στη συμφωνία μερικής οριοθέτησης ΑΟΖ με την Αίγυπτο) είναι προφανές ότι για το σύμπλεγμα του Καστελλορίζου (σ.σ. η Στρογγύλη και η Ρω δεν έχουν πληθυσμό και αυτόνομη οικονομική δραστηριότητα) θα ζητηθεί να προκύψει έκπτωση σε βαθμό εξαφάνισης, με επιχείρημα το μικρό μέγεθος και τη γεωγραφική εγγύτητα με την Τουρκία.
Με άλλα λόγια, εάν ποτέ υπάρξει συμφωνία για την ΑΟΖ δεν θα έχει καμία σχέση με όσα ενδεχομένως προσδοκά η ελληνική κοινή γνώμη. Αλλά ούτε κι αυτό το ενδεχόμενο φαίνεται το πιθανότερο. Η Τουρκία εννοεί όσα λέει για “Γαλάζια Πατρίδα”. Μπορεί οι θέσεις της να μην εδράζονται στο διεθνές δίκαιο, αλλά εδράζονται στη νεοοθωμανική αμετροέπειά της.
Στην πραγματικότητα, στην Άγκυρα κυριαρχεί η ομιχλώδης ψυχολογική πεποίθηση ότι η Ανατολική Μεσόγειος πρέπει να γίνει “τουρκική λίμνη” κι ότι η τωρινή πραγματικότητα συνιστά “εκτροπή” από την ιστορική τάξη πραγμάτων. Και επειδή δεν μπορεί να επικαλεστεί το διεθνές δίκαιο, καταφεύγει στην προβολή ισχύος.
Η Ελλάδα πρέπει να συνειδητοποιήσει ότι έχει ήδη εισέλθει σε αχαρτογράφητα ύδατα με πολλαπλούς κινδύνους αλλά και ευκαιρίες. Πλέον βρισκόμαστε σε εποχή επανακαθορισμού ισορροπιών, οπότε είναι πιθανόν να κληθεί να υπερασπιστεί τα κυριαρχικά δικαιώματά της ακόμα και με τα όπλα. Μπορεί αυτό να μην είναι η επιλογή της, αλλά πιθανόν να καταστεί αναπόφευκτο. Γι’ αυτό και εκτός της σχετικής προετοιμασίας, οφείλει και να εκμεταλλευτεί το θετικό κλίμα για να συνάψει τοπικές και ευρύτερες συμμαχίες.
Αυτό, όμως, είναι η μία μόνο πλευρά της εξίσωσης. Η άλλη είναι το ενδεχόμενο οι πιέσεις του διεθνούς παράγοντα να στραφούν προς την Αθήνα, ακριβώς επειδή θεωρείται ο αδύναμος κρίκος και κάποια στιγμή πρέπει να αναδυθεί η νέα αρχιτεκτονική ασφαλείας. Η τάση πάντα σε τέτοιες περιπτώσεις είναι το κόστος να χρεώνεται στον αδύναμο κρίκο.
Η Ελλάδα πρέπει να χαράξει με σαφήνεια τις κόκκινες γραμμές της και να ενημερώσει αναλυτικά γι’ αυτές όλους τους εμπλεκόμενους. Για να ληφθεί υπόψη πρέπει να εκπέμπει την εικόνα σοβαρού κράτους που δεν απεμπολεί κυριαρχικά δικαιώματά της και που ο όποιος συμβιβασμός θα πρέπει να προκύψει με βάση το διεθνές δίκαιο έτσι όπως θα το εφαρμόσει το Διεθνές Δικαστήριο.
Γράφει ο ΖΑΧΑΡΙΑΣ Β. ΜΙΧΑΣ
(Διευθυντής Μελετών στο Ινστιτούτο Αναλύσεων Ασφάλειας και Άμυνας – ΙΑΑΑ/ISDA)