Οι Έλληνες συνεχίζουν να διεκδικούν την επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα από το Βρετανικό Μουσείο, με στόχο την επανένωση τους με την αρχική τους συλλογή στην Ελλάδα. Η διπλωματική αυτή σκακιέρα έχει χαρακτηριστικά: την επίμονη στάση της ελληνικής πλευράς, την αρνητική συμπεριφορά του μουσείου, την ιστορική δράση της Μελίνας Μερκούρη, την έντονη παρέμβαση της Αμάλ Αλαμουντίν και την διεθνή συμπαράσταση στα ελληνικά αιτήματα.
Τα Γλυπτά του Παρθενώνα εκτός Ελλάδας για πάνω από δύο αιώνες, δεν είναι απλά αρχαία μάρμαρα αλλά ιστορικά τεχνουργήματα, ενσωματωμένα στο μεγαλείο της αρχαίας ελληνικής τέχνης και συμβολίζουν τη δημοκρατία, τη φιλοσοφία και την αρμονία. Πρόκειται για τμήματα της ζωφόρου, των μετώπων και των αετωμάτων, που αποτιμούν το μεγαλείο των «αδελφών» τους – δηλαδή των γλυπτών που παραμένουν στην Ελλάδα.
Η πρόσφατη συνέντευξη του διευθυντή του Βρετανικού Μουσείου, Νίκολας Κάλιναν, στους Times ανέδειξε το ενδεχόμενο μακροχρόνιου δανεισμού ως “καινοτόμος συνεργασία”. Το μουσείο επιβεβαιώνει πως οι σχετικές διαπραγματεύσεις είναι εφικτές, υπό τον όρο ότι θα τηρηθούν οι βρετανικές νομοθετικές διαδικασίες.
Πηγές από τη βρετανική πλευρά αναφέρουν ότι το 80% των θεμάτων έχουν ήδη επιλυθεί, αλλά παραμένουν σημαντικά αγκάθια, όπως η διάρκεια του δανεισμού και οι όροι επιστροφής.
Η ιστορική διαδρομή ξεκινά το 1799-1803, όταν ο κόμης Έλγιν χρησιμοποίησε ένα ψευδο-φιρμάνι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας για να αφαιρέσει τα γλυπτά από τον Παρθενώνα και να τα αποστείλει στο Λονδίνο, όπου παραμένουν μέχρι σήμερα. Ο ισχυρισμός της ύπαρξης νόμιμης άδειας αμφισβητείται ήδη από το 2019 και το 2024 από Τούρκους ιστορικούς.
Το έγκριτο περιοδικό The Economist υποστήριξε ότι το 2025 υπάρχει μεγάλος δυναμισμός στις διαπραγματεύσεις, εκφράζοντας την ελπίδα οι εξελίξεις να φέρουν ένα θετικό αποτέλεσμα.
Τα social media ζωντάνεψαν την εκστρατεία «Bring them back» με την καθηγήτρια Ιωάννα Τσομπανίδου, που δημιούργησε ένα βίντεο νοηματικής απέναντι στην Καρυάτιδα, συμβολίζοντας την εσωτερική φωνή των «δεμένων» με την τέχνη και μηνύματα δικαιοσύνης και πολιτιστικής αποκατάστασης.
Διπλωματικά, η Ελλάδα ξεκίνησε επίσημη διεκδίκηση το 1842 (με πρωτοβουλία του Αλεξ. Ραγκαβή), ακολούθησαν οι προσπάθειες του 1924 και του 1961, ενώ τη δεκαετία του 1980 η Μελίνα Μερκούρη θεμελίωσε τον αγώνα με ομιλίες στη UNESCO και στην Οξφόρδη, αναδεικνύοντας το ζήτημα στο διεθνές προσκήνιο.
Η φράση «Δεν υπάρχουν Ελγίνεια Μάρμαρα – υπάρχουν τα Γλυπτά του Παρθενώνα» σημείωσε την ουσία του αιτήματος: αυτοδύναμα έργα τέχνης με ξεχωριστή ταυτότητα.
Μετά το 2009 και τα εγκαίνια του Νέου Μουσείου της Ακρόπολης, το επιχείρημα περί έλλειψης κατάλληλου εκθεσιακού χώρου “γκρεμίστηκε”, καθώς πλέον υπάρχει σύγχρονη υποδομή για την τελική τους φιλοξενία.
Ταυτόχρονα, διεθνείς εκδηλώσεις στήριξης (252 ευρωβουλευτές, 347 προσωπικότητες, αναδρώμενες πρωτοβουλίες νέων) και η παρέμβαση της Αμάλ Αλαμουντίν το 2014 έφεραν θετική δημοσιότητα. Η τελευταία διερευνούσε και νομικές οδούς για επανένωση μέσω διεθνών θεσμών.
Η επίσκεψη του Κ. Μητσοτάκη στο Λονδίνο το 2021 και η αναφορά στην «επανένωση» αντί της απλής «επιστροφής» έδωσε νέα πολιτική ώθηση στις συζητήσεις.
Το Δεκέμβριο του 2024, δημοσίευμα του BBC μίλησε για προχωρημένο στάδιο συμφωνίας και στην συνάντηση με τον Κιρ Στάρμερ υπογραμμίστηκε η πρόθεση μακροχρόνιας δανειστικής σχέσης.
Παρά τις απορριπτικές θέσεις μουσείων σε Γερμανία, Γαλλία, Αυστρία, Δανία, η Ελλάδα συνεχίζει με αποφασιστικότητα την προσπάθεια, με τη διεθνή κοινότητα στο πλευρό της, για την ενσωμάτωση και οριστική επανένωση των Γλυπτών στον φυσικό τους χώρο.